Ξημερώνοντας το Σάββατο της 17ης Ιουνίου 1944, ακριβώς μία εβδομάδα μετά τη Σφαγή του Διστόμου, οι κάτοικοι της Υπάτης αντιλήφθηκαν με τρόμο ότι η πόλη τους ήταν περικυκλωμένη από τα γερμανικά στρατεύματα. Μέσα σε λίγες ώρες η ιστορική κωμόπολη μετατράπηκε σε κόλαση φωτιάς και αίματος: σπίτια, δημόσια κτίρια, εκκλησίες και σχολεία ανατινάχτηκαν, 28 κάτοικοι εκτελέστηκαν και κάηκαν ζωντανοί, ενώ τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο της πόλης.
Η καταστροφή της Υπάτης, στρατηγική θέση στην γεωγραφία της Ανατολικής Στερεάς και ορμητήριο της Αντίστασης, ήταν μέρος μίας μεγάλης εκκαθαριστικής επιχείρησης που σκοπό είχε την καταστολή της Αντίστασης και την άσκηση βίας και τρομοκρατίας έναντι του άμαχου πληθυσμού. Για τον λόγο αυτό στο τέλος του Μάη είχε φτάσει στην περιοχή με σύνταγμα των Βάφεν Ες Ες ο σφαγέας της Κλεισούρας, συνταγματάρχης Καρλ Σύμερς, υπεύθυνος για τον βασανιστικό θάνατο χιλιάδων ανθρώπων.
Η απάντηση στην άμετρη μαζική βία δόθηκε από τον ελληνικό λαό που δεν κάμφθηκε, δεν λύγισε. Όπως έγραψε ο γραμματέας της τότε κοινότητας Υπάτης, Περικλής Ευθυμιόπουλος, «‘Επί το ερείπιον της Υπάτης εστάθη η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! Αυτή όπλισε τους απλοϊκούς ανθρώπους της και έστησαν στο ξέφωτο μετερίζι της φυλής το χορό της ψυχικής Αντίστασης, που τελικά νίκησε τις χιτλερικές δυνάμεις».
Ως απόγονος Θυμάτων, ως Δήμαρχος Διστόμου-Αράχοβας-Αντίκυρας, ως Αντιπρόεδρος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της περιόδου 1940-1945, αλλά και ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης Πολεμικών Οφειλών, καταθέτω στέφανο τιμής στους εκτελεσμένους της Υπάτης και απευθύνω ένα μήνυμα στον Δήμαρχο Λαμιέων κ. Ευθύμιο Καραΐσκο:
“Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι διέπραξαν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας πρέπει να πληρώσουν”.
Ο Δήμαρχος
Διστόμου Αράχοβας Αντίκυρας