Του Στέφανου Παραστατίδη*
Sunderland ’Til I Die’» είναι ο όρκος μεταξύ των φιλάθλων και της ομάδας του λιμανιού του Σάντερλαντ, μίας πόλης 175.000 κατοίκων που ζει και αναπνέει για την ποδοσφαιρική της ομάδα. Το ντοκυμαντέρ εξελίσσεται αμέσως μετά τον υποβιβασμό της Σάντερλαντ στην Β κατηγορία το 2017. Η κάμερα καταγράφει τους πρωταγωνιστές της ομάδας, τους εργαζόμενους αλλά και τους φιλάθλους, σε μία πτωτική πορεία από την Α στη Γ κατηγορία και τις δύσκολες στιγμές που περνάει η ομάδα τους.
Οι μη ποδοσφαιρόφιλοι πιθανώς δεν έχουν ακούσει καν το όνομα της Σάντερλαντ, καθώς πρόκειται για μία μικρομεσαία ομάδα της Premier League με μακρά ιστορία και 6 πρωταθλήματα -αυτά όμως πριν όμως τον 2ο Π.Π..
Οι ποδοσφαιρόφιλοι τη γνωρίζουν αλλά πιθανώς τους είναι αδιάφορη, εκτός εάν περιμένουν κάποιο αποτέλεσμα σε κάποιο κουπόνι ενός στοιχήματος.
Όμως οι κάτοικοι της ομώνυμης πόλης την έχουν τόσο ψηλά, περίπου όσο την οικογένειά τους ή το θεό. Αυτός είναι και ο λόγος που το ντοκυμαντέρ ξεκινά με το κήρυγμα ενός ιερέα, ο οποίος, στην κυριακάτικη λειτουργία, παραλληλίζει τη δύναμη και την ανάγκη της πίστης στο Θεό, με την ανάγκη πίστης στην ανάκαμψη του συλλόγου της πόλης.
Για τους φτωχοποιημένους κατοίκους μίας πρώην βιομηχανικής πόλης η επιστροφή της ομάδας τους στα σαλόνια της Premier League είναι η δική τους ανάσταση. Αυτό διαπιστώνεις συνομιλώντας με τον ταξιτζή, βλέποντας την έκφραση του ανθρακωρύχου σε ένα γκολ ή την ψυχολογία του λιμενεργάτη μετά από μία ήττα. Το γήπεδο είναι γεμάτο άντρες, γυναίκες και παιδιά· τις Κυριακές γίνονται όλοι μία μεγάλη οικογένεια, ενώ η πορεία προς το γήπεδο με τα χρωματιστά κασκόλ είναι σχεδόν σαν ιεροτελεστία.
Σε μία μικρή πόλη που αδυνατεί να σταθεί στα πόδια της μετά και τις συνέπειες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αυτή η ομάδα είναι το μοναδικό κοινό πράγμα που μπορεί να τους φέρει χαρά και νόημα στη ζωή τους.
Η παραπάνω περιγραφή αποδεικνύει περίτρανα ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα ακόμη άθλημα αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο, με την κοινωνία της Σάντερλαντ να είναι οι οπαδοί της ομάδας. Ίσως αυτό να μην αντιλήφθηκαν οι ιθύνοντες νόες της ιδέας δημιουργίας ενός κλειστού ελιτίστικου πρωταθλήματος μεταξύ συγκεκριμένων πλούσιων και δημοφιλών ομάδων στο βωμό του κέρδους και έναντι της ισότητας και του αθλητικού πνεύματος. Έχει όμως ενδιαφέρον να ερμηνεύσουμε τις αντιδράσεις και πώς κατέρρευσε αυτή η ιδέα εντός ελάχιστων ημερών.
Καταρχάς, η Μπάγερν Μονάχου πήρε τα δημόσια εύσημα διότι -λένε ότι- αρνήθηκε εξ αρχής να συμμετάσχει σε αυτή την πρωτοβουλία. Κάτι που σίγουρα θα την τιμούσε, όπως βεβαίως και θα της έδινε πόντους στα μάτια των ποδοσφαιρόφιλων όλου του κόσμου. Μονάχα που η πραγματικότητα είναι ότι ένας θεσμός είναι αυτός που απέτρεψε τη συμμετοχή της.
Ο νόμος τού 50+1 είναι η μετοχική σύνθεση που επιτρέπεται να έχει μία γερμανική ομάδα, προκειμένου να πάρει άδεια συμμετοχής στο πρωτάθλημα, με το 50% +1 των μετοχών της ομάδας να ανήκει στο ίδιο το κλαμπ, δηλαδή στην ένωση μελών. Έτσι, τα μέλη της ομάδας έχουν τον έλεγχο της και ένας επενδυτής δεν μπορεί να αποφασίζει μονομερώς και αυθαίρετα, ενώ η ομάδα παραμένει συνδεδεμένη με την κοινότητα.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, λοιπόν, οι θεσμοί ήταν αυτοί που απέτρεψαν την σκληρή καπιταλιστική εκδοχή της δημιουργίας του κλειστού κλαμπ των ποδοσφαιρικών ελίτ.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στην Βρετανία, καθώς οι αγγλικοί θεσμοί επέτρεψαν στους ιδιοκτήτες των αγγλικών ομάδων να σχεδιάσουν με βάση το συμφέρον τους, αλλά προσέκρουσαν σε μια κουλτούρα δικαιοσύνης των οργανωμένων οπαδών. Και τούτο διότι η Βρετανία, ως η χώρα που ανέδειξε την αξία των ανοιχτών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, έδειξε την αξία της ισχυρής κοινωνίας και τη σημασία της κουλτούρας που απέκτησε με βάση την ποιότητα της δημοκρατίας της.
Θεσμοί & κουλτούρα, λοιπόν, οι λέξεις-κλειδιά. Παράμετροι που δεν συναντήσαμε στις χώρες του νότου, όπου εκεί οι αντιδράσεις ήταν κατώτερες του αναμενομένου. Άλλωστε, οι δημοκρατίες στο νότο μετρούν λίγα χρόνια ζωής, με την εδραίωσή τους σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία την δεκαετία του ’80, ενώ ακόμη και η Ιταλία εδραιώνει τη δημοκρατία της την ίδια δεκαετία, καθώς μετά τον 2ο Π.Π. και επί 3 δεκαετίες βρίσκεται σε έναν άτυπο εμφύλιο μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Ο νότος δεν αντέδρασε διότι είναι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους αποφάσεις από τις ελίτ και δεν έχει την πίστη ότι μπορεί να τις ανατρέψει δημοκρατικά με την αντίδρασή του. Του λείπουν και οι θεσμοί και η κουλτούρα και βεβαίως αυτή θα πρέπει να είναι και επένδυσή του στον 21ο αιώνα, η ποιότητα και το βάθος που απαιτεί μία καλύτερη δημοκρατία.
Στη μεγάλη εικόνα, η συζήτηση αυτή αφορά μία ακόμη σύγκρουση μεταξύ «ανοιχτού και κλειστού». Πρόκειται για έναν σαφή ιδεολογικό διαχωρισμό για το πώς αντιλαμβανόμαστε την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία. Η εξωστρεφής -και όχι η φοβική- ματιά μιας χώρας, η οικονομία που καθετοποιεί και αναδιανέμει τον πλούτο συμπεριλαμβάνοντας όλους τους πολίτες και η κοινωνία που, έναντι των ιδεοληψιών και των στερεοτύπων, επενδύει στον άνθρωπο και τις δυνατότητές του, είναι τα στοιχεία που θα ενισχύσουν και θα θωρακίσουν τη δημοκρατία μας στον αιώνα που διανύουμε.
*Από το ηλεκτρονικό Δελτιο προοδευτικής πολιτικής σκέψης <<O σόσιαλ ο Ντέμοκρατ ο σωστός>>: https://social-democrat.gr/