Γράφει η Δήμητρα Πιλάλη, φιλόλογος
Χωρίς Λαμπρή κι Ανάσταση θα μείνουμε κι εφέτος, μακριά από τον τόπο μας, τα χωριά και τα βουνά μας…
Εκεί όπου πατροπαράδοτα θέλαμε να γιορτάζουμε τη μέρα της μεγάλης χαράς. Ωστόσο δύο χρόνια τώρα με το φόβο της αρρώστιας, την απειλή του θανάτου και το θυμό του εγκλεισμού ζούμε τα πάθη χωρίς ανάσταση…
Τραγική ειρωνεία μέσα σε αυτή τη μαυρίλα να γιορτάζουμε και την επέτειο του ξεσηκωμού των Ελλήνων για την ελευθερία τους.
Τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 21 πώς τα γιορτάσαμε;
Από τις οθόνες φυσικά.
Ωστόσο τιμήσαμε με παρελάσεις και συμπόσια τους υψηλούς προσκεκλημένους, αρκούντως υμνολογήσαμε την ευρωπαϊκή βοήθεια που μας κατέστησε κράτος υπολογίσιμο και εσαεί χρεωμένο και δε μπορέσαμε να θαυμάσουμε τις μορφές των αγωνιστών που προβάλλονταν στην πρόσοψη της Βουλής κάθε βράδυ 9-11 επειδή ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Τα παιδιά μακριά από τα σχολεία και τους δασκάλους τους, χωμένα στον υπολογιστή και στην εικονική πραγματικότητα δεν είναι καθόλου βέβαιο αν κατάλαβαν τί ακριβώς γιορτάσαμε.
Και οι γονείς τους διαβάζοντας όλες αυτές τις ετερόκλιτες αναλύσεις για την αλήθεια του 21 σίγουρα θα μπερδεύτηκαν αρκετά. Σε εμάς τους μεγαλύτερους μόνο έλειψε η συγκίνηση των ηρωικών στιγμών εκείνου του Αγώνα, όπως τις διδαχτήκαμε από τα σχολικά βιβλία.
Αφήνοντας στην άκρη τη διαμαρτυρία μου για την εντελώς διαφορετική προσέγγιση του 21 από κάποιους νεωτεριστές ιστορικούς, την υποβάθμιση της αξίας του και την αποκαθήλωση των ηρώων του, σας παραθέτω ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, που το θεώρησα τρανή απόδειξη (μέρες που είναι..) της πίστης και του νοήματος που είχε η μεγάλη γιορτή της Λαμπρής για εκείνους τους γενναίους αγωνιστές.
Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη (γραμμένα από τον Γεώργιο Τερτσέτη) και δημοτικό τραγούδι από τη συλλογή του Ν. Πολίτη.
Ήτον Λαμπρή ανήμερα, ήτον ογδοήντα σύντροφοι, και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου. Από ημέραις τους είχαν είδηση δοσμένη, ότι θα πάνε αλυσσοδεμένους εκατόν πενήντα ανθρώπους. Εδιαμοίρασα, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, τους μισούς συντρόφους εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη, δια να κάμωμε τη Λαμπρή μας ασφαλισμένοι. Εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα: Έ, αδελφοί Χριστιανοί, να είμαστε συγκεντρωμένοι, όχι που μας ονομάζουνε οι άρχοντες και το γουναρικό (1) κλέφταις, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ’ακούσετε, να κρεμάσωμε τα χαϊμαλιά (2) μας εις τα έλατα.
Αυτά είναι η εκκλησία μας, η Λαμπρή μας, και να ασπασθούμεν και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν δια παντός εις τα δεσμά. Απάνω που καθήσαμε να φάμε είπα πάλε: Αν είμαστε αδελφοί, να χύσωμε το αίμα μας δια τους αδελφούς μας. Πρώτα τους ωρμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το ετραγούδησα. Απάνω που εκόψανε τ’αρνιά τα ψημένα, ο θεός τους επήγε τους Τούρκους και τους εκτύπησαν. Ελαβώθηκε ένας πρώτος από τα παλληκάρια, εσκοτώθη ένας πρώτος ξάδερφος του Κολοκοτρώνη και πήραν το κεφάλι του. Έκαμαν πόλεμο. Ήσαν δύο χιλιάδες στρατιώται. Από τους Τούρκους εκοτώθησαν ογδοήντα επτά.
Μας εβοήθησε, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, η Παναγία η Θεοτόκος και η καθαριότητά (3) μας, όπου επήγαμε να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας»
Σημειώσεις:
(1) Προεστοί
(2) Σταυροί και εικονίτσες που κρεμούσαν στο λαιμό
(3) Πρόθεση να κάνουμε ένα καλό τη μέρα της Λαμπρής
Δημοτικό τραγούδι
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
Ολονυχτίς κουρσεύανε και τις αυγές κοιμώνται
Κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα
Είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν’ τα παληκάρια
Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει:
«Καλά τρωμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε
Δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
Ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια
Να πάμε να φυλάξουμε της Τρίχας το Γεφύρι
Που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους
Να κόψουμε τους άλυσους να βγούν οι σκλαβωμένοι».