Ενας στους τέσσερις Ελληνες μένει πλέον στο ενοίκιο, με τη χώρα μας να βρίσκεται πλέον λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά την ιδιοκατοίκηση, αφού το ποσοστό των ιδιοκτητών ακινήτων έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, την ίδια στιγμή που οι δαπάνες για κατοικία στην Ελλάδα, ως ποσοστό επί του συνολικού εισοδήματος των νοικοκυριών, είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή την περίοδο 2010- 2019 και παρά την άνοδο σε όλη την Ε.Ε., η χώρα μας είναι από τις ελάχιστες πανευρωπαϊκά όπου καταγράφεται πτώση σε τιμές πώλησης και ενοίκια και αναδεικνύεται μάλιστα πρωταθλήτρια ως προς την πτώση, με υψηλά, διψήφια ποσοστά μείωσης των τιμών.
Στην «ακτινογραφία» της αγοράς κατοικίας σε όλα τα κράτη- μέλη της Ε.Ε. αναφέρεται σχετική έκθεση της Eurostat, όπου εξετάζεται ακόμη και το πόσο …αντέχει η τσέπη των Ευρωπαίων το κόστος της κατοικίας τους σε σχέση με τα εισοδήματά τους.
Όπως προκύπτει αναλυτικά από την έκθεση, οι Ελληνες βαρύνονται με το υψηλότερο κόστος για την κατοικία τους σε σχέση με το εισόδημά τους, σε ποσοστό λίγο χαμηλότερα του 40%: Στην Ε.Ε. κατά μέσο όρο το 1/5 (20%) του διαθέσιμου εισοδήματος των Ευρωπαίων κατευθύνεται σε δαπάνες για την κατοικία, ποσοστό που παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τη χώρα. Το μεγαλύτερο μερίδιο έχει η Ελλάδα, στο 38,9% και ακολουθούν η Δανία με 27,1%, η Γερμανία με 25,9% και η Βουλγαρία με 24,8%.
«Οι καθυστερήσεις πληρωμών στις δόσεις δανείων, ενοικίων ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι μια ακόμη ένδειξη ότι το κόστος στέγασης μπορεί να είναι πολύ υψηλό», αναφέρει η ανάλυση της Eurostat. «Παρά το γεγονός ότι οι τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά την περίοδο 2010- 2019, το μερίδιο των νοικοκυριών που καθυστερούν τις πληρωμές τους εντός Ε.Ε. μειώθηκαν από το 12,4% του 2010 σε 8,2% το 2019. Μείωση υπήρξε σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. εκτός από την Ελλάδα, τη Δανία και τη Φινλανδία.
Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε και το υψηλότερο ποσοστό καθυστερήσεων πανευρωπαϊκά, στο 41,4% των νοικοκυριών και ακολουθεί η Βουλγαρία με 29,3% και η Κύπρος με 17,6%. Στον αντίποδα, το χαμηλότερα ποσοστά καθυστερήσεων καταγράφονται σε Τσεχία (2,8%), Γερμανία (3,7%) και η Ολλανδία 4%)».