• Ταυτότητα
  • Διαφήμιση
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Επικοινωνία
8 °c
Parnassos
10 ° Δε
10 ° Τρ
12 ° Τε
15 ° Πε
Σάββατο, 4 Φεβρουαρίου, 2023
  • Σύνδεση
  • Εγγραφή
iparnassos
media
  • Βοιωτία
    • Δήμος Διστόμου-Αράχωβας-Αντίκυρας
    • Δήμος Λεβαδέων
  • Φθιώτιδα
    • Δήμος Αμφίκλειας-Ελάτειας
    • Δήμος Λαμιέων
    • Δήμος Λοκρών
  • Φωκίδα
    • Δήμος Δελφών
    • Δήμος Δωρίδας
  • Παρνασσός
  • Στερεά
  • Ελλάδα
  • Αθλητισμός
    • Ποδόσφαιρο
    • Μπάσκετ
    • Άλλα Σπορ
  • Πολιτισμός
  • Εκδηλώσεις
Κανένα αποτέλεσμα
Προβολή όλων των αποτελεσμάτων
  • Βοιωτία
    • Δήμος Διστόμου-Αράχωβας-Αντίκυρας
    • Δήμος Λεβαδέων
  • Φθιώτιδα
    • Δήμος Αμφίκλειας-Ελάτειας
    • Δήμος Λαμιέων
    • Δήμος Λοκρών
  • Φωκίδα
    • Δήμος Δελφών
    • Δήμος Δωρίδας
  • Παρνασσός
  • Στερεά
  • Ελλάδα
  • Αθλητισμός
    • Ποδόσφαιρο
    • Μπάσκετ
    • Άλλα Σπορ
  • Πολιτισμός
  • Εκδηλώσεις
Κανένα αποτέλεσμα
Προβολή όλων των αποτελεσμάτων
iparnassos
Κανένα αποτέλεσμα
Προβολή όλων των αποτελεσμάτων
Αρχική Άρθρα και απόψεις

Τη χρονιά που δεν γιορτάσαμε – Διήγημα της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου

31 Δεκεμβρίου, 2022
σε Άρθρα και απόψεις
0 0
0
0
SHARES
10
VIEWS
Share on FacebookShare on Twitter
ADVERTISEMENT

Εκείνη την Πρωτοχρονιά στο σπίτι μας δεν τη γιορτάσαμε· ούτε η γειτονιά τη γιόρτασε. Εγώ πέρασα όλη τη μέρα της παραμονής θυμωμένος στο πλυσταριό. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν στολίσαμε το δέντρο στο τραπεζάκι του χολ, όπως κάθε χρόνο. Ούτε και τη φάτνη στήσαμε πάνω στην κόκκινη ποδιά που σκέπαζε τη βάση του, κι ας έκλαιγα επειδή  ήθελα να παίζω με τα αρνάκια και το μικρό μοσχάρι, ίδιο με  εκείνο της κυρά Παναγιώτας στο χωριό, που το καλοκαίρι μάς έφερνε το γάλα κάθε πρωί. Φυσικά, ούτε λόγος για φωτάκια.

Δεν έφτανε που είχα τον πόνο μου είχα και τους άλλους που απέφευγαν να μιλάνε μπροστά μου. Αν έμπαινα ξαφνικά στο δωμάτιο οι κουβέντες σταματούσαν απότομα. Από τη μία τα μισόλογα, που δεν καταλάβαινα, από την άλλη το σκυλάκι, που μου έφερε δώρο η θεία μου λέγοντας: «Θα είναι μόνο δικό σου», έπιασα στον αέρα «κάτι» χωρίς όμως να μπορώ να καταλάβω τί. Πάντως, θα πρέπει να ήταν ένα «κάτι» ξεχωριστό αλλιώς δεν δικαιολογιόταν ούτε το σκυλάκι ούτε τα φαγητά που μας έφερναν οι γειτόνισσες. Κι όσο για τη μάνα μου, το καταλάβαινα αφού ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια για να μαγειρέψει, όμως εγώ γιατί να έχω τέτοια περιποίηση; με σοκολάτες, με γλυκά τυλιχτά, από εκείνα που μου άρεσαν, φερμένα από το κέντρο πόλης και ένα σωρό άλλες λιχουδιές. Μόνο το σκασμένο το δέντρο δεν στόλιζαν, αυτό με τα φωτάκια. Έσκουζα, γάνιαζα, λαχάνιαζα, τίποτα. «Το πήρε η γάτα» μου έλεγαν και δεν μ’ ένοιαζε πως τα κατάφερε, όμως μίσησα όλα τα γατιά της γης. Όταν είδα κι αποείδα και παραιτήθηκα από τη διεκδίκηση του στολισμού εκείνοι με άφησαν στην ησυχία μου. Σύντομα βρήκα άλλα ενδιαφέροντα. Ένα από αυτά ήταν ν’ ανεβάζω στα μουλωχτά το σκυλί στο κρεβάτι μου και να κοιμάμαι μαζί μου.

Δεν με ένοιαζε καθόλου η μοναξιά. Είχα σύντροφο τον Μπίλλυ –απεγνωσμένη αλλά μοναδική λύση για όνομα σκύλου μιας και έτσι έλεγα μωρό την πιπίλα μου. Ο πατέρας μου έλειπε για μέρες σε ταξίδια και πάντα γύριζε με καραμέλες και γλειφιτζούρια. Εμένα δεν μου άρεσαν. Είχαν μια περίεργη γεύση λες και έβγαινε κάτι πικρό από μέσα τους. Ύστερα ήταν και τα χρώματά τους φοβιστικά έντονα, λες και είχαν ποτιστεί με λαδομπογιά· άσε που μύριζαν σαν φάρμακο. Ας είναι, τις έδινα στο σκυλί και ξεμπέρδευα. Το κατάλαβαν όμως, όταν είδαν τον σκύλο να κοιμάται συνέχεια, να ψηλώνει επικίνδυνα κι εμένα να σβουρίζω σαν τη μύγα στο σκατό. Το βράδυ ο ύπνος με ξεχνούσε και το πρωί ξύπναγα με τη μπουκιά αμάσητη στο στόμα. Τώρα αναρωτιέμαι γιατί δεν την έφτυνα κάτω από το κρεβάτι να τη φάει ο Μπίλλυ, αφού κανένας δεν θα το έπαιρνε είδηση.

Η αλήθεια είναι πως στη μεριά της πόλης που ζούσαμε, οι άνθρωποι δεν έπαιρναν πρωτοβουλίες χαράς. Καταλάβαιναν πότε ακριβώς άλλαζε ο χρόνος όταν έβλεπαν τα βεγγαλικά να ξεπετάγονται πίσω από τον λόφο της αριστοκρατίας, τον Λυκαβηττό. Για μένα όλες οι μέρες ίδιες ήταν. Εντάξει, δεν ανήκαμε και στους πολύ φτωχούς. Μια μέση κατάσταση υπηρετούσαμε. Ο πατέρας μου ήταν φαρμακευτικός αντιπρόσωπος και ταξίδευε συνέχεια.

Η μάνα μου δούλευε στο «Μινιόν», το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της εποχής στην χώρα μας, στη γωνία των οδών Πατησίων και Βερανζέρου, στο κέντρο της Αθήνας. Τις χειμωνιάτικες γιορτές το στόλιζαν, καλούσαν όλα τα παιδιά στη γιορτή και τους χάριζαν δώρα. Στα παιδιά των εργαζομένων κάθε Πρωτοχρονιά έδιναν και ρούχα, τελευταία λέξη της μόδας, που όταν τα έφερνε η μάνα μου στο σπίτι γέμιζε ο τόπος χρώματα. Ο ιδιοκτήτης του «Μινιόν» ήταν δίκαιος άνθρωπος και πολύ έξυπνος. Ξεκίνησε το 1944 με ένα περίπτερο κι έφτασε ψηλά. Τον είχα δει ν’ ανεβοκατεβαίνει τους εννέα ορόφους του καταστήματος και να βοηθάει τους πελάτες να διαλέξουν και να μεταφέρουν τα ψώνια τους. Ήταν το πρώτο κατάστημα που χρησιμοποίησε εσωτερικές κυλιόμενες σκάλες και από τα πρώτα με κλιματισμό. Στον ένατο όροφο υπήρχε εστιατόριο εσωτερικού και εξωτερικού χώρου (Mini Grill) καθώς και ένα μίνι ενυδρείο. Ο όγδοος όροφος άνοιγε μόνο κάθε εορταστική περίοδο, εκεί γίνονταν οι διάφορες εκδηλώσεις και οι γιορτές των παιδιών των υπαλλήλων. Υπήρχε θέατρο, χώρος παιχνιδιού και πισίνα με μπαλάκια, μίνι αναψυκτήριο με μαλλί της γριάς, τοστ και αναψυκτικά από μηχανήματα που λειτουργούσαν με τη ρίψη κερμάτων και τόσα άλλα, που έστηναν ένα σκηνικό παραμυθιού.

Και μια χρονιά, εκεί που οι πολύχρωμες χειμωνιάτικες γιορτές είχαν μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μου, το πλάνο άλλαξε ξαφνικά και δεν ήρθαν ποτέ τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Αντί γι’ αυτό η μάνα μου κανόνισε να πάμε στο χωριό. Εκεί, αντί για γιορτή οι άνθρωποι πήγαιναν στην εκκλησία. Πόσο ν’ αντέξει ένα παιδί το λιβάνι; Δύο φορές με έπνιξε, την τρίτη το χρησιμοποίησα για να βγω στο προαύλιό της και έμεινα εκεί μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Χειμώνας καιρός ήταν, την άρπαξα την πνευμονία και φύγαμε άρον-άρον. Η μάνα μού έκανε συνεχώς παρατηρήσεις. Όλα της έφταιγαν. Στην επιστροφή, μέσα στο λεωφορείο, της το είπα ξεκάθαρα ότι προτιμούσα τις γιορτές του «Μινιόν».

Μου άρεσαν τα λαμπιόνια, τα γλυκά, οι κυλιόμενες σκάλες, που ήταν το καλύτερο παιχνίδι για παιδιά. Δεν μου απάντησε, μόνο έβαλε τα κλάματα και γύρισε το κεφάλι της στο παράθυρο του λεωφορείου για να μην τη βλέπω. Έβαλα κι εγώ τα κλάματα. Στο χωριό δεν ξαναπήγαμε ούτε Χριστούγεννα ούτε Πρωτοχρονιά, όμως δεν μου έλλειψε γιατί δεν είχε ενδιαφέρον για παιδιά της ηλικίας μου. Άλλωστε, ούτε φίλους έκανα εκεί· τα άλλα παιδιά μίλαγαν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα.

Όμως από τότε σταμάτησε ο χρόνος και δεν ξαναγιορτάσαμε τις χειμωνιάτικες γιορτές.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς και σήμερα. Τέτοια μέρα οι ψυχές, που αγαπήσαμε έρχονται στο νου μας. Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς. Πριν ένα χρόνο αποχαιρέτισα και τη μάνα μου. Έφυγε με τον καημό πως δεν είχα βρει ακόμα μια κοπέλα να νοικοκυρευτώ. Έκλεισε τα μάτια της μόνο αφού της υποσχέθηκα πως θα της έκανα το χατίρι και το λιγότερο δύο παιδιά, όπως ευχόταν για μένα. Μέχρι τώρα δεν είχα καμία πρόοδο κι έπρεπε οπωσδήποτε να βάλω σε τάξη τη ζωή μου. Ψάχνοντας στο πλυσταριό για κάποιο απομεινάρι χρυσόσκονης βρήκα την παλιά «Ακρόπολη» με τα αποκαΐδια του «Μινιόν» στην πρώτη σελίδα της. Δεν ξέρω αν συναντιούνται οι ψυχές των ανθρώπων με εκείνες των κτηρίων τον άλλο κόσμο.

«Γιατί κλαίς;» άκουσα τη φωνή της πίσω μου.

«Για να συνεχίσω την παράδοση.»

«Ποια παράδοση;»

«Κι εσύ έκλαιγες κάθε Πρωτοχρονιά.»

«Εγώ είχα λόγο για να κλαίω.»

«Ποτέ δεν μου τον είπες. Γι’ αυτό κλαίω.»

«Την παραμονή Πρωτοχρονιάς που χάθηκε το

«Μινιόν» χάθηκε και ο αδελφός σου.»

«Δεν είχα αδελφό για να χαθεί και τα κτήρια δεν πεθαίνουν» είπα εκνευρισμένος που με κορόιδευε.

«Δες την εφημερίδα που έχεις μπροστά σου.»

Σκούπισα τα μάτια μου με τον αντίχειρα και κοίταξα αφηρημένα τη φωτογραφία στο πρωτοσέλιδο. Άχνιζαν ακόμα τ’ αποκαΐδια και δίπλα στα χαλάσματα ήταν πεσμένος ένας σκούρος όγκος που έμοιαζε με άνθρωπος. Κοίταξα καλύτερα. Τώρα έδειχνε σαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στόλιζε την είσοδο, καμένο όμως μαζί με τα στολίδια του. Θλιβερό θέαμα. Είχε γείρει πάνω στις στάχτες, σαν άνθρωπος. Στα πόδια του η κόκκινη ποδιά κατάμαυρη έσφιγγε μια φάτνη αγνώριστη. Την αναγνώρισα από το μοσχαράκι, που αν και μισό έμοιαζε ακόμα με κείνο της κυρά Παναγιώτας στο χωριό.

«Δες τι γράφει κάτω από τη φωτογραφία» είπε πάλι η μάνα μου κι εγώ άρχισα να διαβάζω φω[1]ναχτά:

«Την Παρασκευήν 19η Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους (1980), και ειδικότερα την 3ην πρωινήν, εν μέσω της εορταστικής περιόδου, το πολυκατάστημα “Μινιόν” εκαλύφθη από τις φλόγες. Το μεγαλύτερον κατάστημα της Ελλάδος, το κόσμημα των Αθηνών, κατεστράφη ολοσχερώς από τη φωτιά. Διεσώθη μόνον το οπλισμένον σκυρόδεμα του κτηρίου. Ταυτόχρονα, συνέβη το ίδιον και εις το πολυκατάστημα “Kατράντζος” το οποίον κατέρρευσε.

Εξετάζονται οι υπόνοιες εμπρησμού. Ευτυχώς, λόγω της ώρας του συμβάντος, δεν υπήρξαν θύματα.

Οι άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατάφεραν να απεγκλωβίσουν εγκαίρως την έγκυο εργαζόμενη εις την καθαριότητα του κτηρίου «Τάδε» – και ανέφερε το όνομα της μάνας μου– η οποία θα παραμείνει στο νοσοκομείο δια περαιτέρω παρακολούθησιν. Το πρόωρον νεογνόν της δεν κατέστη δυνατόν να επιζήσει.»

Τα δάκρυά μου έλιωναν το παλιό χαρτί και το τρύπαγαν.

«Καλή χρονιά, Μάνα» είπα κι έστειλα το βλέμμα μου στη μεριά της αλλά έβλεπα ήδη την πλάτη της.

Σαν να χάθηκε μέσα στη γωνία, μου φάνηκε, κρατώντας στον κόρφο της κάτι σαν μωρό. Δεν πρόλαβα να της ζητήσω εξηγήσεις για την άγνοια τόσων χρόνων. Να μου πει, έστω, τι έπρεπε να κάνω στη ζωή μου από δω και πέρα. Κάτι θα ήξερε από ’κει που ήρθε… Ήμουν μόνος ανάμεσα σε κούτες του «Μινιόν» γεμάτες από χριστουγεννιάτικα στολίδια. Η μάνα μου τα φύλαγε όλα, κι ας μην τα στόλιζε. Δεν είχα ξαναδεί πιο όμορφα στολίδια. Είχαν έντονα χρώματα και μου θύμιζαν πολλά από την παιδική μου ηλικία.

«Να ξανάρθεις» είπα ψάχνοντάς την τριγύρω. Δεν απάντησε. Δέκα χρόνια τώρα δεν απαντούσε· έσκυβε τα μάτια για να κρύψει την έγνοια της τι θ’ απογίνω.

Την άλλη μέρα το πρωί χάρισα ό,τι χριστουγεννιάτικο είχαν οι κούτες στα παιδιά που ήρθαν να μου πουν τα κάλαντα. Κράτησα μόνο τέσσερις κούπες, οι δύο έγραφαν τα ονόματα του πατέρα και της μάνας μου, η τρίτη το όνομά μου και η τελευταία Βασίλης.

Από την Εβδομαδιαία εφημερίδα ¨Εν Δελφοίς¨

Ετικέτες: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
ShareTweetSend
Παρακαλώ συνδεθείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση
Aegean_Kopanakis Aegean_Kopanakis Aegean_Kopanakis
  • Ταυτότητα
  • Διαφήμιση
  • Πολιτική Απορρήτου
  • Επικοινωνία
iparnassos_mainlogo

nowtopia_mainlogo © 2020 - 2021 | Designed with 💗 by ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

Κανένα αποτέλεσμα
Προβολή όλων των αποτελεσμάτων
  • Βοιωτία
  • Φθιώτιδα
  • Φωκίδα
  • Παρνασσός
  • Αθλητισμός
  • Πολιτισμός
  • Εκδηλώσεις
  • Οικο-περιβάλλον
  • Ελλάδα
  • Κόσμος
  • Άρθρα και απόψεις

nowtopia_mainlogo © 2020 - 2021 | Designed with 💗 by ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

Καλως ορισες πισω!

Συνδεθείτε στον λογαριασμό σας παρακάτω

Ξέχασες τον κωδικό σου? Εγγραφείτε

Δημιουργία νέου λογαριασμού!

Συμπληρώστε την παρακάτω φόρμα για εγγραφή

*Με την εγγραφή σας στον ιστότοπό μας, αποδέχεστε τους Όρους και Προϋποθέσεις και την Πολιτική Απορρήτου.
Ολα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Σύνδεση

Ανακτήστε τον κωδικό πρόσβασής σας

Εισαγάγετε το όνομα χρήστη ή τη διεύθυνση email σας για να επαναφέρετε τον κωδικό πρόσβασής σας.

Σύνδεση
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε αυτόν τον ιστότοπο, δίνετε τη συγκατάθεσή σας για χρήση cookies. Επισκεφθείτε την Πολιτική Απορρήτου.