Κατερίνα Παναγιωτοπούλου*
Όποτε ήταν κουρασμένος ξάπλωνε στον καναπέ. Στο ένα μπράτσο ακουμπούσε το κεφάλι του και στο άλλο άπλωνε τα πόδια για να είναι πιο ψηλά και να φεύγει όσο αίμα είχε μαζευτεί από την ορθοστασία. Κρατούσε τα μάτια του κλειστά, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Άλλες φορές τα κατάφερνε άλλες όχι. Τον νικούσε ο ύπνος ή κάποιος θόρυβος έξω από την πόρτα. Οι σκέψεις έφταναν ανακατεμένες κι όταν δεν είχε κουράγιο να τις ξεδιαλύνει τις άφηνε να αιωρούνται κάτω από τα βλέφαρα. Άλλες φορές πάλι τις κυνηγούσε μέχρι τα χαράματα.
Στις χαρές ο χρόνος πέρναγε γρήγορα, ώσπου να πει ζάχαρη είχανε σωθεί. Έψαχνε να βρει πού πήγαιναν αφού δεν γύριζαν πίσω. Τα έβαζε με τον χρόνο. «Ανάποδος είναι» αγανακτούσε. Στα δύσκολα που ευχόταν να περάσει γρήγορα, καθυστερούσε. Στα καλά έτρεχε. Όταν παρακαλούσε να μεγαλώσει γρήγορα, ο χρόνος τον αγνοούσε. Αφού ανδρώθηκε, δεν του έφτανε η μέρα κι άρπαζε στιγμές κι από τη νύχτα. Τέλος πάντων, παρότι εκνευριζόταν, ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Είχε κάνει περισσότερα, απ’ όσα είχε ελπίσει.
Ο χειμώνας είχε απλώσει τα ποδάρια του πριν βγει ο Οκτώβρης. Κάθε τέτοια εποχή άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη γιορτή. Ό,τι είχαν προλάβει τα παιδιά να βρουν τη σειρά τους, μετά από το τρίμηνο ρεμπελιό, άρχιζαν οι πρόβες για τα σκετς και τις απαγγελίες των ποιημάτων. Εκείνος δεν τα κατάφερνε. Ο ήχος της φωνής του ήταν αργός κι αδύναμος. Έφταιγε ο φόβος του να μιλήσει δημόσια· μπροστά σε κόσμο δεν είχε ούτε γνώμη ούτε θέλω. Μόνο με τη γραφή εκφραζόταν χωρίς κομπιάσματα.
*
«Όλη δόξα όλη η χάρη, θα σε πιάσω απ’ το ποδάρι, θα σε βάλω στο ταγάρι, μέχρι που να πεις θυμάρι» τραγουδούσε φάλτσα στις πρόβες, με όλη του τη δύναμη, για να αποσυντονίζει τον ρυθμό όσων παιδιών τον κορόιδευαν. Μια φορά τού την έστησαν, σταμάτησαν ξαφνικά και δασκάλα είδε την τρομάρα στα μάτια του. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να συνεχίσει: «Θυμάρι, θυμάρι Ζωή. Για δες τι καλό θυμάρι». Είπαμε, ήταν καλός στο γράψιμο και αρκετά έξυπνος. Η δασκάλα γέλασε –δεν είχε άλλη επιλογή– γέλασαν και τα παιδιά, γέλασε και ο ίδιος και το συμβάν τελείωσε ομαλά.
Δεν το ξαναέκανε. Το είχε σκαρώσει γι’ αντιπερισπασμό. Το είχε πει και στη δασκάλα πως δεν ήθελε να μπει στη χορωδία. Δεν τόλμησε να της εξηγήσει τον λόγο αλλά, τί σκατά, δασκάλα ήτανε έπρεπε να τον γνωρίζει. Είπε και στη μάνα του να την παρακαλέσει αλλά δεν βρήκε μέρα εύκαιρη, η συγχωρεμένη. Ο πατέρας του έλειπε, το πού ήταν δεν το λέγανε. Την προπαραμονή της γιορτής πλάνταξε στο κλάμα. Βαθιά νύχτα πήγε τελικά η μάνα του στο σπίτι της δασκάλας· γυναίκα ήταν, φαντάστηκε θα την καταλάβαινε. Όμως βρήκε άλλα μπροστά της. Στη χορωδία τον είχε βάλει για να ξεπεράσει την έμφυτη ατολμία του. Δεν θα χρειαζόταν και στολή αφού η χορωδία είχε πολλές από τα παιδιά των προηγούμενων χρόνων, της είπε. Εκείνη κατάλαβε περισσότερα. Το «έμφυτη» δεν το κατάλαβε αλλά δεν είχε και πολύ σημασία. Αυτό που την έπνιξε στο λαιμό ήταν πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να λάβει μέρος στη γιορτή το παιδί της. Ήξερε καλά την κατάστασή τους και εκείνο την ήξερε, κι ας μην μπορούσε να υποψιαστεί το ύψος της συμφοράς τους. Όμως, μικρό ήταν ακόμα και πίστευε στα θαύματα.
*
Όλα αυτά τώρα φάνταζαν αποκαΐδια μιας μνήμης που αγωνιζόταν να αποδείξει πως κάποτε ήταν ζωή. Όμως υπήρξε, κι ας τη θεωρούσε ανύπαρκτη η ηλεκτρονική πληροφόρηση. Είχαν συμβεί όλα όσα θυμόταν για τις σχολικές γιορτές, όπου ο καλύτερος μαθητής κρατούσε με υπερηφάνεια τη σημαία, τιμώντας τον θάνατο των προγόνων του και υπερασπιζόμενος τη δική του για το μέλλον. Όπως υπήρξαν οι χορωδίες, ο βηματισμός, τα τύμπανα και οι στολές της παρέλασης –εφόσον οι γονείς μπορούσαν να τις αγοράσουν στα παιδιά τους, γιατί κάποιοι δεν μπορούσαν. Αυτά τα παιδιά και κάποια άλλα, που δεν τους επιτρεπόταν να λάβουν μέρος στη γιορτή για τους αγώνες του έθνους, ξόρκιζαν την αδυναμία, την έλλειψη ή τον αποκλεισμό, τραγουδώντας παραποιημένα τα εμβατήρια. Ανήμερα της γιορτής, αρκετά από αυτά θα πήγαιναν με τους γονείς τους στα χωράφια· υπήρχε πάντα ανάγκη για παραπάνω χέρια στη δουλειά αλλά και για το φευγιό τού νου από τα δύσκολα. Κάποια άλλα θα την παρακολουθούσαν κρυφά, κάτω από το ψιλόβροχο, που είχαν ευχηθεί για να τελειώσει γρήγορα αυτή η τιμωρία. Έπειτα θα γύριζαν στα σπίτια τους, παρακαλώντας τα χρόνια να περάσουν γρήγορα, η ζωή τους ν’ αλλάξει και να δείξουν σε όλους τι καλό τους είχε κάνει αυτή η στέρηση.
Δεν ήθελε να τα σκέφτεται μετά από τόσα χρόνια. Ανήκε στα παιδιά που δεν πίστευαν στις παρελάσεις. «Εδώ που τα λέμε, τι παραπάνω από βάρος θα κέρδιζες αν είχαμε τη στολή και τη φόραγες με το ανάλογο ύφος; Θα σου έδινε η παρέλαση φαΐ ή τα ξύλα για τον χειμώνα;» τον παρηγορούσε η μάνα του. Όμως, αυτά τα λόγια σε έναν μικρό τόπο ήταν μισά κι ανέσωστα κι όσο δεν βρίσκονταν λύσεις κατακάθονταν στα στομάχια των παιδιών και με κάθε ταραχή έβγαιναν από το στόμα σαν τη χολή. Κι αυτός υπέφερε που δεν είχε σύμμαχο σε τούτον τον αγώνα. Εν μέρει η μάνα του δεν είχε άδικο. Πέρα από το καμάρι και την προβολή, δεν υπήρχε παιδί που να μην αγανακτεί από το βάρος της φουστανέλας ή του σεγκουνιού. Κάτω από τον ήλιο ή το ψιλόβροχο, ανυπομονούσαν να τελειώσει ο κάθε επίσημος την ομιλία του –που τελειωμό δεν είχε– να λήξει η γιορτή και να πάνε στα σπίτια τους, να πετάξουν από πάνω τους αυτά τα βαρίδια.
Τί κακό κι αυτό με τους λόγους. Τελειωμό δεν είχαν, τα ίδια λόγια κάθε χρόνο, δεν χρειαζόταν να κρατάς σημειώσεις για ν’ αποδείξεις την επανάληψη. Κανένας από τους ομιλητές δεν έλεγε κάτι καινούργιο, κάτι μικρό, διαφορετικό, καθημερινό, κάτι οικείο με τη στιγμή. Αδιαφορία; Άγνοια; Ή φόβος, μην γίνει λάθος, μην ξεφύγει ό,τι δεν πρέπει, μην ειπωθεί κάτι παραπάνω; Αλλά και άγνοια, ίσως και αδιαφορία. Άλλωστε, είχαν παλιώσει όλα αυτά, εδώ και χρόνια. Τί θα κέρδιζε αν τα θυμόταν; Εκεί ήταν το θέμα. Στην κοινωνία τού δώσε και πάρε πάνω απ’ όλα ήταν το κέρδος.
Πετάχτηκε από τον καναπέ. Έψαξε τις ανακατωμένες φωτογραφίες στο συρτάρι και τράβηξε μία από τον πάτο. Έβαλε τα γυαλιά του και κάθισε στο μπράτσο του καναπέ. Είχε να θυμάται και κάτι μοναδικό: Την τελευταία παρέλαση τού Δημοτικού, που κέρδισε με το σπαθί του τη βαθμολογία για σημαιοφόρος. Και το κατακέφαλο που ήρθε αμέσως μετά: «Δεν θα την κρατήσεις» του είχε φωνάξει η κόρη τού Διευθυντή σαρκάζοντας «Δεν θα βρεις στολή τσολιά για να φορέσεις!»
Γύρισε στη μάνα του με κλάματα κι εκείνη πήγε στη δασκάλα. «Είναι αμαρτία. Γιατί το παιδεύετε;» της είπε και την κοίταξε ίσα στα μάτια. Δεν κάθισε ν’ ακούσει δικαιολογίες μόνο στάθηκε σε μια ελιά του δρόμου και άφησε να τρέξει όλος ο πόνος στη ρίζα της. Όταν ξεθύμανε γύρισε στο σπίτι κι έφτιαξε στο παιδί χαλβά σιμιγδαλένιο, για να το γλυκάνει. Το βράδυ κανένας δεν κοιμήθηκε. Ούτε η μάνα, ούτε ο γιός, ούτε η δασκάλα.
Η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς έμεινε στην μνήμη όλων. Η δασκάλα έθεσε βέτο στο συμβούλιο του σχολείου να τιμωρηθεί η κόρη του Διευθυντή για τη συμπεριφορά της. Το παιδί της δεν παρέλασε με φουστανέλα· παρέλασε όμως ο γιός τού εξόριστου, κρατώντας τη σημαία της πατρίδας του, όπως δικαιούταν. Από τότε έπαψε να φοβάται. Η φωτογραφία ήταν η απόδειξη.
*Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στην Αμφίκλεια. Σπούδασε κινηματογράφο με ειδίκευση στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας». Είναι συντάκτρια της στήλης «Αντιλογίες» στο site του ίδιου περιοδικού και της στήλης «Γράφοντας μια ιστορία» του διαδικτυακού περιοδικού «Read magazine». Τα βιβλία της: «Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες» (2017) και «Διάψαλμα, Διηγήματα» (2021), κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου.