Σ τις 17 Ιουνίου 1944, επτά μόλις ημέρες μετά τη Σφαγή του Διστόμου και υπό τις διαταγές του Καρλ Σύμερς, γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις περικυκλώνουν την Υπάτη και στη συνέχεια με δολοφονική μανία προβαίνουν σε πυρπολήσεις, καταστροφές, λεηλασίες, τραυματισμούς και εκτελέσεις. Από τα 400 οικήματα της πόλης καταστράφηκαν τα 375, ενώ 25 άνθρωποι εκτελέστηκαν και 30 τραυματίστηκαν σοβαρά.
Ο τραγικός αυτός απολογισμός της 17ης Ιουνίου ήρθε να προστεθεί στο μακρύ κατάλογο των δοκιμασιών που υπέστη η Υπάτη στη διάρκεια της Κατοχής, ο οποίος περιλαμβάνει τα θύματα του μεγάλου λιμού, τους εκτελεσμένους μετά την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοπόταμου, τους εκτελεσμένους στα Καστέλια. Δοκιμασίες που στόχο είχαν την κάμψη του ηθικού των κατοίκων, τον εξαναγκασμό σε πείνα και την καταστροφή των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Δοκιμασίες και θυσίες που αναγνωρίστηκαν από την ελληνική Πολιτεία με την ανακήρυξη της Υπάτης ως μαρτυρική πόλη.
Τα ονόματα των θυμάτων χαραγμένα στο σεμνό μνημείο στην είσοδο της πόλης μαρτυρούν τον αντιστασιακό, αντιναζιστικό αγώνα και τη θυσία των κατοίκων της Υπάτης. Τα ονόματα των θυμάτων όμως απαιτούν τη Δικαίωση.
Ως απόγονος Θυμάτων, ως Δήμαρχος Διστόμου-Αράχωβας-Αντίκυρας, ως Αντιπρόεδρος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της περιόδου 1940-1945, αλλά και ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης Πολεμικών Οφειλών, καταθέτω στέφανο τιμής στους εκτελεσμένους της Υπάτης και απευθύνω ένα μήνυμα στον Δήμαρχο Λαμιέων κ. Ευθύμιο Καραΐσκο:
“Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι διέπραξαν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας πρέπει να πληρώσουν”.